- στραπατσάρω
- 1) amocher2) aplatir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στραπατσάρω — στραπατσάρω, στραπατσάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στραπατσάρω — Ν 1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα») 2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω 3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ.… … Dictionary of Greek
στραπατσάρω — στραπατσάρισα, στραπατσαρίστηκα, στραπατσαρισμένος, καταστρέφω, συντρίβω: Στραπατσάρισε τα μούτρα του. – Το αυτοκίνητο ήταν στραπατσαρισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόστρα — η (Μ μόστρα και μούστρα) μικρή ποσότητα εμπορεύματος η οποία αποστέλλεται ή προσκομίζεται ως δείγμα νεοελλ. 1. γυάλινη προθήκη εμπορικού καταστήματος, στην οποία τοποθετούνται δείγματα τών εμπορευμάτων που πωλούνται, βιτρίνα 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
στραπάτσο — το, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση 2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)] … Dictionary of Greek
στραπατσάρισμα — το, Ν [στραπατσάρω] 1. πρόκληση καταστροφής 2. μτφ. μείωση τής αξίας πράγματος ή τής δύναμης ή τής αξιοπρέπειας ενός προσώπου, εξευτελισμός … Dictionary of Greek
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
(ε)ξευτελίζω — (ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν. 2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλακώνω — τσαλάκωσα, τσαλακώθηκα, τσαλακωμένος 1. ζαρώνω κάτι, το σουφρώνω, το κάνω γεμάτο ζάρες: Τσαλάκωσες το παντελόνι σου. 2. μτφ., εξευτελίζω, στραπατσάρω: Τσαλάκωσε την αξιοπρέπειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)